ἀποκομίσαν

ἀποκομίσαν
ἀποκομίζω
carry away
aor part act neut nom/voc/acc sg
ἀποκομίζω
carry away
aor part act neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αποκομίζω — ισα, ίστηκα 1. φεύγοντας παίρνω μαζί μου: Οι κλέφτες φεύγοντας αποκόμισαν όλα τα ασημικά του σπιτιού. 2. κερδίζω: Οι επιχειρηματίες αυτοί αποκόμισαν μεγάλα κέρδη σε λίγο καιρό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δουλεία — Κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο δούλος, δηλαδή ένα πρόσωπο που έχει στερηθεί την ελευθερία του, ο οποίος θεωρείται, από voμική άποψη, ως ατομική ιδιοκτησία και συνεπώς εξαρτάται από τη θέληση και την αυθαιρεσία του κυρίου του. Ιστορικά η δ.… …   Dictionary of Greek

  • Άμπλιανη — I Ορεινός οικισμός (υψόμ. 1.220 μ., 255 κάτ.) του νομού Ευρυτανίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Δομνίστας. II Τοποθεσία μεταξύ Γραβιάς και Σαλώνων της Φωκίδας. Η Ά. είναι γνωστή από τη μάχη που διεξήχθη εκεί το 1824, όταν συνεχιζόταν ακόμα o… …   Dictionary of Greek

  • Θήβαι — I Αρχαία πόλη της Αιγύπτου, στη θέση της σημερινής πόλης Λούξορ, η οποία είναι ιδιαίτερα πλούσια, κυρίως στα περίχωρά της, σε αρχαιολογικά ευρήματα εξαιρετικής αξίας. H πόλη, που ονομαζόταν από τους Έλληνες και Διόσπολις, άρχισε να ακμάζει κατά… …   Dictionary of Greek

  • Κεφαλονιά — Νησί (781,49 τ. χλμ., 36.404 κάτ.), του Ιονίου πελάγους με πρωτεύουσα το Αργοστόλι. Είναι γνωστό και ως Κεφαλληνία. Αποτελεί το μεγαλύτερο νησί των Επτανήσων και το έκτο μεγαλύτερο της Ελλάδας. Βρίσκεται απέναντι από τον Πατραϊκό κόλπο. Το… …   Dictionary of Greek

  • Κίμωλος — I Νησί (35,71 τ. χλμ., 769 κάτ.) των Κυκλάδων. Παλαιότερα υπαγόταν διοικητικά στην επαρχία Μήλου· μετά το σχέδιο Καποδίστριας αποτελεί κοινότητα του νομού Κυκλάδων. Η Κ. έχει πεντάγωνο σχήμα και είναι άγονη. Η ψηλότερη κορυφή του νησιού είναι το… …   Dictionary of Greek

  • Σούντερμαν, Χέρμαν — (Sudermann). Γερμανός πεζογράφος και θεατρικός συγγραφέας (Μάτσικεν, ανατολική Πρωσία 1857 Βερολίνο 1928). Αποκαλύφτηκε ξαφνικά με τη δημοσίευση της Κυράς της έγνοιας (1887) και τη θριαμβευτική επιτυχία από την πρώτη παράσταση της Τιμής (1889),… …   Dictionary of Greek

  • Τουραχάν μπέης — Τούρκος στρατηγός. Έζησε τον 15o αι. Ο T., για τον οποίο λέγεται ότι ήταν ελληνικής καταγωγής, έδρασε στα χρόνια των σουλτάνων Μουράτ B’ και Μωάμεθ B’ και αρχικά υπηρέτησε ως διοικητής των Βοδενών. Το 1421, πήρε εντολή από τον φιλοπόλεμο Μουράτ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”